οὐδαμά

οὐδαμά
οὐδᾰμ-ά [pron. full] [μᾰ], Adv.
A never, not atall,

οὐ. σ' οὐδ' ἀπεὼν δηλήσομαι Thgn. 1363

, cf. 1373, Archil.Supp.3.6, Sapph.77 ([etym.] οὔδ-), Anacr.50, Emp.17.6,12, 26.11, A.Supp.884;

καί νιν ὄμβροι . . χιών τ' οὐ. λείπει S.Ant.830

(lyr.), cf. 763, Tr.323;

οὐ. ἐν τὠυτῷ μένουσαν Hdt.1.5

, cf. 56, 2.168, 3.10, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουδαμά — οὐδαμά (Α) [ουδαμός] επίρρ. καθόλου, διόλου («οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μένουσαν», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • οὐδαμά — οὐδαμός not any one neut nom/voc/acc pl οὐδαμά̱ , οὐδαμός not any one fem nom/voc/acc dual οὐδαμά̱ , οὐδαμός not any one fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαμᾶ — οὐδαμῆ doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαμᾷ — οὐδαμός not any one fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδάμ' — οὐδαμά , οὐδαμός not any one neut nom/voc/acc pl οὐδαμά̱ , οὐδαμός not any one fem nom/voc/acc dual οὐδαμά̱ , οὐδαμός not any one fem nom/voc sg (doric aeolic) οὐδαμέ , οὐδαμός not any one masc voc sg οὐδαμαί , οὐδαμός not any one fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαμάς — οὐδαμά̱ς , οὐδαμός not any one fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • κατακούω — (Α) 1. ακούω καλά, αντιλαμβάνομαι κάτι καλά («οὐδὲν κατήκουον... τῶν παραγγελλομένων», Θουκ.) 2. ακούω και πείθομαι, υπακούω, υποτάσσομαι («Ἀράβιοι δὲ οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι», Ηρόδ.) 3. ακούω προσεκτικά 4. κρυφακούω («ὁ θυρωρός …   Dictionary of Greek

  • παραβατός — ή, ό / παραβατός, ή, όν, Α και ποιητ. τ. παρβατός, ΝΜΑ [παραβαίνω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραβεί, να αθετήσει, να παραβιάσει («κράτος δ , ὅτῳ κράτος μέλει, παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”